Your browser version is outdated. We recommend that you update your browser to the latest version.
TSH - FT4

Οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι απαραίτητες για την την ανάπτυξη και το μεταβολισμό. Τα κύρια όργανα-στόχοι των θυρεοειδικών ορμονών είναι το ήπαρ, τα οστά, τα νεφρά, το έντερο και η καρδιά και οι βασικές λειτουργίες αυτών των οργάνων επηρεάζονται από την έλλειψη ή την περίσσεια τους. Επιπλέον, πολλά συστήματα όπως το συμπλήρωμα και το σύστημα πήξης εξαρτώνται από τις θυρεοειδικές ορμόνες. Η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς (τόσο η κλινική όσο και η υποκλινική νόσος του θυρεοειδούς) είναι μια από τις πιο συχνές ενδοκρινικές διαταραχές με επιπολασμό περίπου 3,8% στην Ευρώπη. Επί του παρόντος, η μέτρηση της TSH και της ελεύθερης θυροξίνης (fT4) στον ορό χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της λειτουργίας του θυρεοειδούς.  

Η TSH, ως μέρος του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-θυρεοειδής, ρυθμίζει την παραγωγή θυροξίνης (Τ4) και τριιωδοθυρονίνης (Τ3) από τον θυρεοειδή αδένα. Μέσα στο κύτταρο, η Τ4 μεταβολίζεται από τα ένζυμα (αποϊωδινάσες) προς την Τ3. Η Τ3 είναι η δραστική ορμόνη που ασκεί κατά κύριο λόγο τη δράση της μέσω της δέσμευσης στον υποδοχέα των θυρεοειδικών ορμονών. Στην κλινική πράξη, θεωρείται ότι οι συγκεντρώσεις των θυρεοειδικών ορμονών στον ορό αντανακλούν την κατάσταση των θυρεοειδικών ορμονών στους ιστούς. Ωστόσο, έρευνες υποδεικνύουν ότι οι συγκεντρώσεις στον ορό μπορεί να μην αντιστοιχούν πάντα στην κατάσταση που συμβαίνει σε ιστικό επίπεδο.

Ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών που λαμβάνουν θυροξίνη αισθάνεται «δυσφορία» ενώ οι συγκεντρώσεις TSH ή fT4 στον ορό βρίσκονται εντός του διαστήματος αναφοράς. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε αλλαγές στη μεταφορά των θυρεοειδικών ορμονών μέσω του κυττάρου, στα ένζυμα μεταβολισμού των θυρεοειδικών ορμονών ή στη δέσμευση T3-υποδοχέα.

 

 

Βιβλιογραφία

1. Ane Garmendia Madariaga, Silvia Santos Palacios, Francisco Guillén-Grima, Juan C Galofré. The incidence and prevalence of thyroid dysfunction in Europe: a meta-analysis. J Clin Endocrinol Metab. 2014 Mar;99(3):923-31

2. H F Escobar-Morreale, et al. Replacement therapy for hypothyroidism with thyroxine alone does not ensure euthyroidism in all tissues, as studied in thyroidectomized rats. J Clin Invest. 1995;96(6):2828-2838

3. Alexandra M.Dumitrescuand SamuelRefetoff. The syndromes of reduced sensitivity to thyroid hormone. Biochim Biophys Acta. 2013 Jul;1830(7):3987-40

 

 

Η TSH και η FT4 είναι οι πιο συχνές εξετάσεις για την εκτίμηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς και/ή των συμπτωμάτων του υπερ- ή υπο-θυρεοειδισμού.
Η TSH και η FT4 χρησιμοποιούνται για:
 τη διάγνωση μιας θυρεοειδικής διαταραχής όταν έχουν εμφανισθεί συμπτώματα
 τη παρακολούθηση της θεραπείας υποκατάστασης σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό
 στον προσυμπτωματικό έλεγχο ενηλίκων για θυρεοειδικές διαταραχές

 

Φάρμακα που επηρεάζουν τις μετρήσεις

 

Acetazolamide, acetylsalicylic acid, alpha adrenergic blockers, aminoglutethimide, aminotriazole, amiodarone, androgens and other anabolic steroids, anphenona, anphetamines, antipyrine

 

Benserazide, beta adrenergic blockers, bexarotene, bromine, brompheniramine

 

Cadmium, carbamazepine, chromate, chromium picolinate, cimetidine, clofibrate, clomiphene, clomipramine, cobalt, complex anions, corticosteroids,

cytostatics

 

Danazol, diphenylhydantoin, dinitrophenol, dobutamine, domperidone, dopamine and its agonists, other dopaminergic agents

 

Erythrosine, estrogens, ethionamide

 

Fenclofenac, fenoldopam, flunarizine, fluor, furosemide, fusaric acid

 

Growth hormone (GH), GH-Releasing hormone

 

Halofenate, heroin, heparin

 

Interleukins, iopanoic acid, other radiological contrasts, and other iodine-containing substances and drugs (potassium iodide and others), insulin-like Growth Factor-1, interferon

 

Ketoconazole

 

L-asparaginase, L-dopa inhibitors, levothyroxine, lithium, lovastatin,

 

Mefenamic acid, melatonin, metformin, methadone, methimazole, metoclopramide, mitotane

 

Nevirapine, niacin, nicotinic acid, nifedipine, NSAIDs, nitrate

 

Orphenadrine, opioids, oxcarbazepine

 

Para-aminobenzoic acid, perchlorate, perphenazine, phenidone, phenylbutazone, phenobarbital, pimozide, prazozin, primidone, propylthiouracil, pyridoxine

 

Quetiapine

 

Raloxifen, resorcinol, rifampicin, ritonavir, rubidium

 

Salsalate, serotonergics antagonists, somatostatin and its analogues, spironolactone, St. John’s Wort (βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο), stavudine, sulfonamides, sulfonylureas, sulpiride, steroids hormones

 

Tamoxifen, thiocyanate, thyroid hormones, troleandomycin, tyrosine kinase inhibitors

 

Valproic acid

 

2-3-dimercatopropanol, 2-4-dinitrophenol, 5-fluorouracil, 5-hydroxytryptophan

 

 

Βιβλιογραφία

Fontes et al. Thyroid Research 2013, 6:13




«Περίεργα» αποτελέσματα από τα εργαστήρια αναφορικά με τον προσδιορισμό των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών. Παρεμβολή ετερόφιλων αντισωμάτων στα τεστ?

 

Παρά την πρόοδο της επιστήμης, ιδιαίτερα όσον αφορά τις μετρήσεις TSH, οι κλινικοί γιατροί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν φαινομενικά ανεξήγητα αποτελέσματα των τεστ λειτουργίας του θυρεοειδούς, όπως για παράδειγμα αυξημένες συγκεντρώσεις ελεύθερων ορμονών (ελεύθερη Τ4 και/ή ελεύθερη Τ3) σε συνθήκες υψηλών ή τουλάχιστον όχι κατεσταλμένων συγκεντρώσεων TSH.

Αν και υπάρχουν περιπτώσεις αδενωμάτων της υπόφυσης που παράγουν TSH ή αντίστασης στις θυρεοειδικές ορμόνες, είναι στην πραγματικότητα σπάνιες, ενώ ορισμένα «περίεργα» αποτελέσματα θυρεοειδικών ορμονών μπορούν συνήθως να εξηγηθούν είτε από ένα εργαστηριακό λάθος είτε από τη μη συμμόρφωση του ασθενούς με τη θεραπεία με L-θυροξίνη.

Η επιβεβαίωση της μη συμμόρφωσης είναι απαραίτητη, καθώς αποφεύγει κανείς την ανάγκη για μακροχρόνιες και δαπανηρές έρευνες προκειμένου να αποκλειστούν προβλήματα δυσαπορρόφησης, παρεμβολές στα τεστ ή γνήσιες περιπτώσεις αντίστασης στις θυρεοειδικές ορμόνες ή αδενώματος της υπόφυσης.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα μη φυσιολογικά αποτελέσματα των τεστ του θυρεοειδούς επιμένουν, παρόλο που η μη συμμόρφωση του ασθενούς έχει αποκλειστεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να υπάρχει υποψία παρεμβολής στην ανάλυση, που συνήθως προκαλείται από την παρουσία ετερόφιλων αντισωμάτων. Αυτά τα αντισώματα, είναι στην πραγματικότητα αρκετά κοινά, αλλά οι περισσότερες σύγχρονες αναλύσεις περιέχουν αντισώματα αποκλεισμού που εξαλείφουν αυτό το πρόβλημα στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Αν, ωστόσο, ο τίτλος τέτοιων αντισωμάτων είναι εξαιρετικά υψηλός, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μη φυσιολογικό αποτέλεσμα. Η πιθανότητα παρουσίας υψηλού τίτλου ετερόφιλων αντισωμάτων αυξάνεται σε συνθήκες αυξημένης τάσης για δημιουργία αυτοαντισωμάτων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που συνυπάρχουν ρευματικά νοσήματα όπως πχ η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Σε περιπτώσεις υποψίας παρεμβολής στα αποτελέσματα, ο κλινικός ιατρός πρέπει να αποφασίσει πρωτίστως εάν τα αποτελέσματα που λαμβάνονται ταιριάζουν με την κλινική εικόνα.